- ανάποινος
- ἀνάποινος, -ον (Α)αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-* στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνάποινος — without ransom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποίνως — ἀνάποινος without ransom adverbial ἀνάποινος without ransom masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάποινον — ἀνάποινος without ransom masc/fem acc sg ἀνάποινος without ransom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάποινοι — ἀνάποινος without ransom masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)